- ασπασμός
- ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι]1. το φίλημα2. ο χαιρετισμόςμσν.- νεοελλ.1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίαςνεοελλ.1. το φίλημα, η προσκύνηση εικόνων ή άγιων λειψάνων2. ερωτικός εναγκαλισμός3. πληθ. χαιρετίσματα, φιλικές προσρήσεις («πρόσφερε τους ασπασμούς μου»...)αρχ.η στοργή, η αγάπη.
Dictionary of Greek. 2013.